- παραγνωρισμένος
- -η, -οβλ. παραγνωρίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Μποκερίνι, Λουίτζι — (Luigi Boccherini, Λούκα 1743 – Μαδρίτη 1805). Ιταλός συνθέτης. Γιος ενός κοντραμπασίστα, άρχισε να μελετά μουσική πολύ νωρίς· υπήρξε μαθητής του αβά Βανούτσι και σε ηλικία δεκατριών ετών ήταν ήδη δεξιοτέχνης του βιολοντσέλου. Το 1754 πήγε για να … Dictionary of Greek
Σκαλκώτας, Νίκος — Έλληνας συνθέτης και βιολονίστας (Χαλκίδα 1904 Αθήνα 1949). Τα πρώτα του μουσικά μαθήματα τα πήρε στη Χαλκίδα, σε ηλικία 5 ετών. Το 1914 εγγράφεται στο «Ωδείο Αθηνών» όπου σπουδάζει βιολί με τον Τόνυ Σούλτσε και από όπου αποφοιτά το 1920 με πρώτο … Dictionary of Greek
παρεξηγώ — έω και παραξηγώ και παραξηγάω / παρεξηγοῡμαι έομαι, ΝΜΑ (νεοελλ. το ενεργ., μσν. αρχ. το μέσ.) εξηγώ λανθασμένα, εννοώ εσφαλμένα, παρεννοώ, παρερμηνεύω (α. «παρεξήγησες τα λεγόμενά μου» β. «παρεξηγεῑσθαι τὸν Ἀριστοτέλην», Σιμπλίκ. Ουρ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
Μπλουά, Λεόν — (Leon Bloy, Περιγκέ 1846 – Μπουργκ λε Ρεν 1917). Γάλλος συγγραφέας. Αδιάλλακτος καθολικός, όπως ο Μπαρμπέ ντ’ Ορεβιγί, μέχρι σημείου να αναπολεί μια θεοκρατική εξουσία, εξέφρασε σε σελίδες ταραχώδεις και φλύαρες, αλλά με μεγάλη δραματική δύναμη,… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Σβέβο, Ίταλο — (Svevo, ψευδώνυμο του Ettore Schmitz). Ιταλός συγγραφέας (Τεργέστη 1861 Μότα ντι Λιβέντσα, Τρεβίζο 1928). Τραπεζικός υπάλληλος, έκδωσε το 1892 το πρώτο μυθιστόρημα του Μια ζωή ιστορία μιας νεαρής ύπαρξης, που την πνίγει η γκρίζα ατμόσφαιρα μιας… … Dictionary of Greek
Χέντελ, Γκέοργκ Φρίντριχ — (Hδndel, Χάλε επί του Ζάαλε 1685 – Λονδίνο 1759). Γερμανός συνθέτης. Σύγχρονος του Μπαχ, αλλά αναθρεμμένος μέσα σε μια οικογένεια χωρίς μουσικά ενδιαφέροντα και μάλιστα εχθρική προς τη μουσική, ο X. θεωρείται συχνά ως ο μουσικός που συμπληρώνει… … Dictionary of Greek
παραγνωρίζομαι — παραγνωρίζομαι, παραγνωρίστηκα, παραγνωρισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: παραγνωρίζω, παραγνωρίζομαι : ως σύνθετο με την πρόθ. παρά σημαίνει → δεν αναγνωρίζω, δεν εκτιμώ σωστά την αξία ατόμου ή πράγματος. Ως σύνθετο με το επίρρ. πάρα σημαίνει →… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραγνωρίζω — παραγνώρισα, παραγνωρίστηκα, παραγνωρισμένος 1. κάνω λάθος στην αναγνώριση, παρομοιάζω: Με συγχωρείτε, σας παραγνώρισα. 2. ξεπερνώ σε οικειότητα τα ανεκτά όρια: Νομίζω πως τελευταία παραγνωριστήκαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)